σχιστός

σχιστός
-ή, -ό / σχιστός, -ή, -όν, ΝΑ, και σκιστός, -ή, -ό, Ν [σχίζω]
1. χωρισμένος στα δύο, σχισμένος («Σχιστή οδός» — σημερινή ονομασία τού δρόμου που οδηγεί από τους Δελφούς στη Δαύλεια, όπου, σύμφωνα με τη μυθολογική παράδοση, ο Οιδίποδας σκότωσε τον Λάιο)
2. αυτός που έχει σχίσιμο (α. «σχιστό μανίκι» β. «σχιστὸς χιτωνίσκος» — γυναικείος χιτώνας ανοιχτός στα πλάγια, Απολλόδ.)
νεοελλ.
φρ. α) «σχιστά τύμπανα»
μουσ. ιδιόφωνα όργανα που αποτελούνται από έναν κορμό δένδρου σκαμμένο στο εσωτερικό του μέσα από μια επιμήκη σχισμή που ανοίγεται σε ένα από τα τοιχώματά του
β) «σχιστή άργιλος»
(πετρογρ.) συμπαγές ιζηματογενές πέτρωμα, με φαιό, συνήθως, χρώμα και κοκκομετρική σύσταση, παρόμοια με αυτήν τού λουτίτη, το οποίο προέρχεται από την συγκόλληση και αφυδάτωση τής αργίλου και αποχωρίζεται κατά πλάκες, παράλληλα προς την επιφάνεια στρώσης
αρχ.
1. (για ζώο) αυτός τού οποίου οι χηλές τών ποδιών είναι χωρισμένες, σχιζόπους*
2. (για πτηνά) αυτός τού οποίου τα φτερά είναι χωρισμένα, σχιζόπτερος*
3. αυτός που μπορεί να σχιστεί, να χωριστεί, διαιρετός («σχιστὸς κατὰ μῆκος», Αριστοτ.)
4. φρ. α) «Αργεῑαι σχισταί» — είδος γυναικείων υποδημάτων (Ευπ.)
β) «σχιστὸν κρόμμυον» — ποικιλία κρεμμυδιού (Θεόφρ.)
γ) «σχιστὸς λίθος» — είδος λίθου τής Ιβηρίας που σχίζεται ή σπάζει εύκολα (Διοσκ.)
δ) «λίνον σχιστόν» — το ξαντό (ΠΔ)
ε) «σχιστὸν γάλα» — γάλα που έπηξε μετά από τη διαδικασία τού διαχωρισμού τού τυριού από το τυρόγαλα (Διοσκ. Γαλ.)
στ) «σχιστὰ ἕλκω» — εκτελώ ένα συγκεκριμένο χορευτικό σχήμα (Πολυδ.).
επίρρ...
σχιστά Ν
με σχιστό τρόπο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • σχιστός — σχιστός, ή, ό και σκιστός, ή, ό αυτός που έχει σχισμή: Φοράει σχιστό σακάκι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σχιστός — cloven masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σχιστά — σχιστός cloven neut nom/voc/acc pl σχιστά̱ , σχιστός cloven fem nom/voc/acc dual σχιστά̱ , σχιστός cloven fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σχιστῶν — σχιστός cloven fem gen pl σχιστός cloven masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σχιστόν — σχιστός cloven masc acc sg σχιστός cloven neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σχισταῖς — σχιστός cloven fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σχισταί — σχιστός cloven fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σχιστοῖς — σχιστός cloven masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σχιστοί — σχιστός cloven masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σχιστοῦ — σχιστός cloven masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”